Μια φορά και έναν καιρό, ένα ζεστό βράδυ του καλοκαιριού, σε ένα μικρό χωριό, η μαμά και ο μπαμπάς του μικρού Σάββα του είπαν ότι το πρωί θα πάνε στο χωράφι. Αυτός θα έπρεπε να προσέχει τα ζώα και ειδικά την κλώσα στην αυλή με τα 15 κοτοπουλάκια της για να μην τα πάρει ο γούσο. (αετός)
«Εντάξει Σάββα; Κανόνισε... δε θα πας να παίξεις με τα παιδιά θα προσέχεις την κλώσα! Γιατί αν πάθει κάτι θα σε σκοτώσει ο μπαμπάς!» είπε η μαμά.
«Εντάξει βρε μαμά θα την προσέχω!» απάντησε ο Σάββας και παραδόθηκε στον ύπνο.
Όταν ο Σάββας ξύπνησε οι γονείς του είχαν ήδη φύγει. Η μαμά του Σάββα η κυρία Ανατολή του είχε ετοιμάσει λαβάσια (τηγανίτες) για να φάει. Αφού γέμισε το στομάχι του πήγε να ταΐσει και την κότα και αφού την ταΐσε και της έβαλε και νερό έκατσε να την προσέχει. Λίγη ώρα αργότερα τα παιδιά βγήκαν να παίξουν στο δρόμο. Είδαν το Σάββα να κάθεται στην αυλή και του είπαν:
«Τι κάνεις Σάββα; Έλα να παίξουμε!»
«Δεν μπορώ σήμερα παιδιά πρέπει να προσέχω την κλώσα που έκανε κοτοπουλάκια, να μην τα πάρει ο γούσο» απάντησε κατσουφιασμένος ο Σάββας.
Τα παιδιά όμως δε το έβαλαν κάτω τον παρακαλούσαν για πολύ ώρα ώσπου δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό και πήγε να παίξει.
Για να είναι όμως σίγουρος ότι η κλώσα δεν θα πάθει τίποτα της έβαλε μια κλωστή στο πόδι και έδεσε τα 15 κοτοπουλάκια το ένα πίσω απ’ το άλλο με την ίδια κλωστή. Καθώς έπαιζαν ένα παιδί κοίταξε στον ουρανό και είπε με θαυμασμό.
«Κοιτάξτε τί μεγάλο πουλί πετάει από πάνω και τη μεγάλη ουρά που έχει! Κοιτάξτε! Κοιτάξτε!»
Όταν γύρισε ο Σάββας και το είδε του κοπήκαν τα πόδια και είπε με τρεμάμενη φωνή :
«Δεν είναι μεγάλο πουλί αυτό! Αυτός είναι ο γούσο και πήρε την κλώσα και όλα τα κοτοπουλάκια! Τώρα; Αχ θα με σκοτώσει ο μπαμπάς μου!» σκέφτηκε.
«Έλα Σάββα δε θα σε σκοτώσει θα τα πάρουμε πίσω» είπαν τα παιδιά.
Αλλά ο Σάββας έσκυψε κάτω το κεφάλι και πήγε σπίτι του.
Έτσι φοβισμένος καθώς ήταν πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσει ο μπαμπάς του αποφάσισε να πάει στο δάσος. Πήρε λοιπόν σε ένα παχράτς (δοχείο) λίγο νερό και σε ένα καλάθι λίγα κομμάτια πίτας και άφησε πίσω του το σπιτάκι του.
Περπατούσε πολλές ώρες στο δάσος και ο ήλιος άρχισε να δύει. Τότε βρήκε 3 βαρέλια τα 2 ηταν γεμάτα με μέλι ενώ το τρίτο ήταν ακόμα άδειο.Μπήκε μέσα και έκατσε να περάσει εκεί τη νύχτα και να προφυλαχτεί από το κρύο. Αργά το βράδυ όμως άκουσε βήματα και ψιθύρους. Δύο κλέφτες πήγαν να κλέψουν το πιο γεμάτο βαρέλι.
Σήκωσαν το πρώτο, σήκωσαν το δεύτερο και το τρίτο που ήταν ο Σάββας
ήταν το πιο βαρύ.
«Αυτό είναι αυτό θα πάρουμε έλα να το σηκώσουμε σύντροφε» είπε ο ένας κλέφτης στον άλλο και το σήκωσαν.
«Θα χαρεί πολύ το αφεντικό φίλε μου με τόσο πράγμα που του πάμε» είπε ο άλλος κλέφτης καθώς προχωρούσαν για το λιμέρι τους.
Στο δρόμο ο Σάββας από το φόβο του ούτε ανάσα δεν έπαιρνε.Κάποια στιγμή τα έκανε επάνω του από την τόση τρομάρα που πήρε και από τις χαραμάδες του βαρελιού άρχισε να στάζει. Τότε ο ένας κλέφτης το είδε και λέει «Ρε συ τοσο πολύ μέλι έχει το βαρέλι που άρχισε να ξεχειλίζει.» Και δοκίμασε λίγο με το δάχτυλο χωρίς να ξέρει ότι δεν είναι μέλι και είπε με έκπληξη «Καλέ είναι πολύ νόστιμο πάμε γρήγορα πριν χυθεί όλο» και άρχισαν να πηγαίνουν πιο γρήγορα.
Όταν εφτασαν στο λιμέρι τους πήγαν να φωνάξουν το αφεντικό τους. Κατευθείαν από πίσω τους ήρθαν άλλοι δυο κλέφτες με αλεύρι. Αύτοι νόμιζαν πως το βαρέλι ήταν άδειο και άρχισαν να ρίχνουν μέσα το αλεύρι. Δε χώρεσε όμως ούτε το μισό τσουβάλι. «Μα τί γίνεται, την
προηγούμενη φορά χωρούσε δύο τσουβάλια και τώρα…» είπε ο ένας.
«Κάτσε να δεις τι θα κάνουμε…» έκανε ο άλλος και πήγε και έφερε ένα ξύλο και με αυτό άρχισε να χτυπάει μέσα στο βαρέλι. Δεν ήξερε όμως ότι μέσα ήταν ο μικρός Σάββας. Το πρώτο χτύπημα τον πέτυχε στον αριστερό ώμο. Ο Σάββας από τον πόνο του δάγκωσε τα χείλη του αλλά δεν έβγαλε άχνα. Το δεύτερο χτύπημα τον πέτυχε στον δεξιό ώμο.Πάλι δάγκωσε τα χείλη του και αυτή τη φορά τα μάτωσε. Την τρίτη φορά τον πέτυχε ακριβώς στο κεφάλι. Τότε ο Σάββας τσίριξε από τον πόνο και πετάχτηκε έξω από το βαρέλι τινάζοντας το αλεύρι στα μάτια των κλεφτών. Άρχισε να τρέχει και οι κλέφτες τον κυνήγησαν, κρύφτηκε όμως πίσω από από ένα θάμνο και δεν τον βρήκαν.
Το επόμενο πρωί με το φώς της ημέρας πήρε το δρόμο προς το χωράφι που ήταν οι γονείς του. Όταν έφτασε πήγε στην αχλαδιά όπου η μαμά του είχε κρεμασμένα σε ένα καλάθι γιαούρτι και ψωμί. Τα
κατέβασε και άρχισε να τρώει. Τοτε η μαμά του τον είδε και πλημμυρισμένη από χαρά πήγε να το πει στον άντρα της.
«Γιάννη έλα γρήγορα το παιδί μας γύρισε! Μη το μαλώσεις ποιός ξέρει τη νύχτα
πέρασε στο δάσος!» του είπε και αυτός της απάντησε «Βέβαια και δε θα το μαλώσω ευτυχώς που γύρισε ζωντανό!»
Έτρεξαν και τον αγκάλιασαν τόσο σφιχτά που θα έσκαγε. «Γιατί έφυγες έτσι παιδί μου;» τον ρώτησε η μαμά του «Ε να γιατί νόμιζα πως θα με σκοτώσει ο μπαμπάς αφού ο αετός πήρε την κλώσα και όλα τα κοτοπουλάκια» είπε διστακτικά ο Σάββας
«Μα είναι δυνατόν να σκοτώσω το παιδί μου! Ας’ την την κλώσα, ας την πήρε ο αετός θα πάρουμε άλλη εσύ να είσαι καλά!» του είπε ο μπαμπάς του και τον πήρε αγκαλιά και γύρισαν στο σπίτι τους. Από τότε ο Σάββας δεν έφυγε ποτέ ξανά μόνος του στο δάσος.